-
1 запись
запис||ьж1. ἡ ἐγγραφή, τό γράψιμο, ἡ συγγραφή:\запись на прием к кому́-л. ἡ ἐγγραφή στόν κατάλογο γιά νά μέ δεχθεί κάποιος· \запись на пленку ἡ ἐγγραφή σέ ταινία· граммофонная \запись ἡ ἐγγραφή σέ δίσκο γραμμοφώνου·2. (заметка) ἡ ση-μείωση [-ις]· ◊ дарственная \запись ист. ἡ ἀφιέρωση [-ις]. -
2 запись
1. (процесс, результат) η εγγραφήголографическая - ολογραφική -, τοολόγραμμα2. вчт. η εγγραφή, η καταγραφή* автоматическая - αυτόματη - 3. (напр в журнале) η εγγραφή 4. (система записи) (чисел) ηπαράσταση (των αριθμών)сокращённая - (слов) η συντομογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запись
-
3 подписка
-и θ.1. εγγραφή•произвести -у κάνω (διεξάγω) εγγραφή, εγγράφω.
2. εγγραφή (συνδρομητών, εισφοράς κ.τ.τ.).γραπτή υποχρέωση, υπόσχεση κ.τ.τ. дать -у υπογράφω (για εκπλήρωση κ.τ.τ.). -
4 приписка
-и θ.1. συμπληρωματική εγγραφή, επίσημε ίωση• υστερόγραφο.2. εγγραφή, καταχώρηση, συνυπολόγιση. || επιπρόσθετη εγγραφή. -
5 вступление
вступление с 1) (предисловие) η εισαγωγή 2) (в организацию) η εγγραφή, η είσοδος* * *с1) ( предисловие) η εισαγωγή2) ( в организацию) η εγγραφή, η είσοδος -
6 приём
приём м 1) (гостей, посетителей) η υποδοχή· η δεξίωση (банкет)· η επίσκεψη (у врача)· устроить \приём κάνω δεξίωση 2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή 3) (способ) о τρόπος 4) (лекарства) η λήψη· η δόση (доза)· на два \приёма σε δυο δόσεις* * *мустро́ить приём — κάνω δεξίωση
2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή3) ( способ) ο τρόπος -
7 прием
приемм1. ήλήψη [-ις], ἡ παραλαβή, ἡ ἀποδοχή:\прием пи́сем (посылок) ἡ λήψη ἐπιστολών (δεμάτων)· \прием раднограмм ἡ παραλαβή ραδιοτηλεγραφημάτων2. (в организацию и т. ἡ.) ἡ είσδοχή, ἡ ἐγγραφη:\прием в партию ἡ ἐγγραφη στό κόμμα, ἡ είσδοχή στό κόμμα·3. (гостей, посетителей и т. п.) ἡ ὑποδοχή, ἡ ἀκ-ρόαση [-ις] / ἡ ἐπίσκεψη [-ις] (у врача):часы \приема ὠραι ἀκροάσεως· оказать хороший \прием ὑποδέχομαι καλα· устроить \прием ὁργανώνω δεξίωση·4. (лекарства) ἡ λήψη [-ις] / ἡ δόση [-ις] (доза)·5. (способ) ὁ τρόπος, ἡ μέθοδος:ораторский \прием τό ρητορικό σχήμα· художественный \прием ὁ καλλιτεχνικός τρόπος, ἡ καλλιτεχνική μέθοδος· ◊ в один \прием μονοκοπανιά· в два \приема σέ δυό δόσεις, δυό φορές. -
8 внесение
-я ουδ.1. εισαγωγή, βάλσιμο μέσα.2. εγγραφή, καταχώρηση•внесение в списки εγγραφή στους καταλόγους.
3. εισφορά, πληρωμή.4. κατάθεση•внесение предложения κατάθεση πρότασης.
-
9 выписка
-1и θ.1. αντιγραφή (περικοπής, αποσπάσματος).2. αντίγραφο περικοπής. || έκδοση, δόσιμο•выписка квитанции έκδοση απόδειξης.
|| εγγραφή συνδρομητή•выписка газет εγγραφή συνδρομητών στις εφημερίδες.
3. περικοπή, απόσπασμα, χωρίο.4. εξιτήριο νοσοκομείου. -
10 выставление
-я ουδ.1. υποβολή υποψηφιότητας.2. προβολή (αιτημάτων, διεκδικήσεων κλπ).3. έκθεση. || εγγραφή•выставление годовых оценок εγγραφή τού γενικού σχολικού βαθμού.
-
11 регистрация
-и θ.καταχώρηση εγγραφή καταγραφή•регистрация депутатов η καταγραφή των βουλευτών (αντιπροσώπων)•
регистрация брака εγγραφή του γάμου (στο ληξιαρχείο).
-
12 удостоверение
-я ουδ.1. βεβαίωση, πιστοποίηση•удостоверение подписи βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής•
в удостоверение своих слов он сослался на факты για επιβεβαίωση των λεγομένων του αναφέρθηκε σε γεγονότα ή ανέφερε γεγονότα•
письменное удостоверение πιστοποιητικό, έγγραφη βεβαίωση.
2. πιστοποιητικό• έγγραφη βεβαίωση•удостоверение личности η ταυτότητα (του πολίτη)•
удостоверение врача η βεβαίωση (πιστοποιητικό) του γιατρού.
-
13 внесение
1. (денег и т.п) η εισφοράη καταβολή, η κατάθεση2. (в список и тп.) η καταχώρηση, η αναγραφή, η εγγραφή 3. (пред-ложения, проекта и т.п.) η υποβολή, η κατάθεση (πρότασης, σχεδίου κ.λπ.) 4. (удобре-ний) η λίπανση (η ρίψη λιπασμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внесение
-
14 вступление
1. (предисловие) η εισαγωγή, о πρόλογος, (в речи) το προοίμιο 2. (действие) η είσοδος, (в организацию) η εγγραφή, η εισδοχή 3. муз. η εισαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вступление
-
15 гемма
ο (πολύτιμος) λίθος με σκαλισμένη εγγραφή ή ζωγραφιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гемма
-
16 звук
1. (физ., муз.) о ήχ/ος· *воспроизво-дить - αναπαράγω τον - о, записывание - а εγγραφή του - ουусиливать - ενισχύω τον - ο, δυναμώνω τον - οраспространяющийся в воздухе (в воде) - μεταφερόμενος στον αέρα (στο νερό)2. лингв. о φθόγγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звук
-
17 оформление
1. (принятие, зачисление) η εγγραφή, η πρόσληψη, η ένταξη 2. (внеш-ний вид) η διακόσμησηхудожественное - καλλιτεχνική -, το ντεκόρ (ξεν.)3. (результатов испытаний и т.п.) η παρουσίαση (των αποτελεσμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оформление
-
18 подписка
1. (на газеты, журналы) η συνδρομή 2. (письменное обязательство в чём-л.) η (έγγραφη) υποχρέωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подписка
-
19 поступление
1. (материалов, изделий, книг и тп.) η παραλαβ/ή 2. (зачисление, включение в состав чего-л.) η εγγραφή 3. (прибытие, приход, переход, попадание) το φτάσιμο, η άφιξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поступление
-
20 прикрепление
1. (присоединение, при-делывание) η στερέωση, η πρόσδεση, η σύνδεση 2. (передача в чьё-л. ведение) η συγκαταρύθμιση, η εγγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прикрепление
См. также в других словарях:
ἐγγραφή — registration fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγραφή — η (AM ἐγγραφή) η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο τού ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος νεοελλ. 1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή… … Dictionary of Greek
εγγραφή — η 1. η καταχώριση ονόματος, πράξης ή γεγονότος σε κατάλογο ή βιβλίο: Άρχισαν οι εγγραφές των μαθητών. 2. (μαθ.), η γραφή ορισμένου γεωμετρικού σχήματος μέσα σε άλλο: Εγγραφή κύκλου σε κανονικό τετράπλευρο. 3. η αποτύπωση οποιασδήποτε πληροφορίας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγγραφῇ — ἐγγράφω make incisions into aor subj pass 3rd sg ἐγγραφῆι , ἐγγραφεύς registrar masc dat sg (epic ionic) ἐγγραφή registration fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγράφῃ — ἐγγράφω make incisions into pres subj mp 2nd sg ἐγγράφω make incisions into pres ind mp 2nd sg ἐγγράφω make incisions into pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
ἐγγραφαί — ἐγγραφή registration fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγραφήν — ἐγγραφή registration fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγραφῶν — ἐγγραφή registration fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek